εκτέμνω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐκτέμνω)
1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη
2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω
μσν.
«μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» — διανύω (Γ. Πισίδ.)
αρχ.
1. κόβω, αφαιρώ
2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος του σώματος
3. (για μαλλιά) κουρεύω, κόβω
4. ευνουχίζω (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἐκτετμημένος
ο ευνούχος
5. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δέντρα
6. φρ. «ἐκτέμνω ἶνας ή νεῡρά τινος» — εξασθενίζω κάποιον, του κόβω τα κότσια
7. παθ. εξαπατώ κάποιον με κάποια φιλοφρόνησηοὕτως αὐτοὺς οἱ βασιλεῑς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).