άγχι
Greek Monolingual
ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.)
1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον
2. (για ομοιότητα) όπως, σαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω.
ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ.
ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος
αρχ.
ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίδομος, ἀγχίθεος, ἀγχίθυρος, ἀγχίκρημνος, ἀγχιμαχητής, ἀγχίμολος, ἀγχινεφής, ἀγχίνους, ἀγχίπλους, ἀγχίπολις, ἀγχίρρους, ἀγχίσπορος, ἀγχίστροφος, ἀγχιτέρμων, ἀγχιτόκος, ἀγχώμαλος.