ελαττώνω
Greek Monolingual
(AM ἐλαττῶ, -όω
Α και ἐλασσῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο
2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του
αρχ.-μσν.
ἐλαττοῡμαι
1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός
2. μειονεκτώ
μσν.
βλάπτω
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον
2. κόβω, κονταίνω
II. παθ. ἐλαττοῡμαι
1. ζημιώνομαι
2. παραχωρώ δικαιώματα, φαίνομαι υποχωρητικός
3. δεν ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου
4. στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)
5. ζημιώνομαι από κάτι («μὴ ἐλαττούμενος τοῡ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).