άμετρος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμετρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος
2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος
3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος
αρχ.
1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος
2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην υπερβολή, άκρατος, αχαλίνωτος
3. ακατάπαυστος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέτρον.
ΠΑΡ. ἀμετρία
αρχ.
ἀμετρί.
ΣΥΝΘ. ἀμετροεπής αρχ. ἀμετρόδικος
μσν.
ἀμετράριθμος
μσν.- νεοελλ.
ἀμετροπότης
νεοελλ.
αμετροβαθής, αμετρόβιος, αμετρόκακος, αμετρολόγος, αμετροφάγος, αμετρόφωνος, αμέτρωψ].