αντίληψη

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀντίληψις, -εως)
1. το να συλλαμβάνει κάποιος με τον νου
2. η πρόνοια, η βοήθεια
νεοελλ.
1. ευχέρεια μάθησης, αντιληπτικότητα, εξυπνάδα
2. το να συλλαμβάνει κάποιος με τις αισθήσεις
3. στον πληθ. οι αντιλήψεις
ιδέες, νοοτροπία
4. φρ. «δικαστική αντίληψη» — μορφή προστασίας που παρέχει ο νόμος σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική υγεία
αρχ.
1. ανταλλαγή, ανταμοιβή
2. αμοιβαία προσκόλληση, συνοχή
3. μέρος από το οποίο πιάνει κάποιος κάτι ή από όπου πιάνεται
4. λαβή, αφορμή για επίκριση
5. αξίωση για κάποιο πράγμα
6. αντιγνωμία, εναντίωση, αντίρρηση
7. προσβολή από ασθένεια
8. (για φυτά) ριζοβό λημα, πιάσιμο.