αποκάλυψη

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀποκάλυψις)
1. η αφαίρεση καλύμματος, το ξεσκέπασμα
2. φανέρωση, παρουσίαση
3. εκκλ. α) η φανέρωση των θείων μυστηρίων στους ανθρώπους
β) τίτλος του προφητικού βιβλίου του Ευαγγελιστή Ιωάννη (ΚΔ)
γ) φρ. «εξ αποκαλύψεως» — με θεία έμπνευση ή δήλωση
νεοελλ.
1. η εκμυστήρευση, η ανακοίνωση μυστικών
2. το να βγάλει κανείς στη φόρα τα όσα απέκρυπτε κάποιος.