βούβρωστις

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).

German (Pape)

[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).

Greek (Liddell-Scott)

βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.

English (Autenrieth)

(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.

Greek Monolingual

βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].