διαφωνώ

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ)
1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω
2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ
αρχ.
1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» — υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.)
2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς»
Αγαθαρχίδης στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου)
3. παθ. διαμφισβητούμαι, διαφιλονικούμαι
4. (για υποσχέσεις) παραμένω ανεκπλήρωτος
5. (για πράγματα) καταστρέφομαι
6. αρπάζω, ληστεύω.