έδος
Greek Monolingual
ἕδος, το (Α)
1. κάθισμα, θρόνος
2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.)
3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης»
Ιθάκη, Οδ.)
4. άγαλμα καθισμένου θεού
5. ναός
6. θεμέλιο, βάση
7. το να καθίσει κάποιος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε IE sedos, που θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο ενός αρχικού ρήματος με τη σημασία «κάθομαι» (πρβλ. έζομαι). Η λ. έδος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο για να δηλώσει τα αγάλματα τών θεών (πρβλ. αρχ. ινδ. sadas «κάθισμα, διαμονή», αρχ. νορβ. setr, αρχ. περσ. hadiš «κατοικία, παλάτι»].