επιπλέω
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) πλέω
1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.)
2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», Πολ.)
νεοελλ.
κατορθώνω να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην επιφάνεια, να διακριθώ («καταφέρνει πάντα να επιπλέει»)
αρχ.
1. διαπλέω, διασχίζω («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
2. προσβάλλω από τη θάλασσα («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», Θουκ.)
3. (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων μετά γε τοὺς στρατηγούς», Ηρόδ.)
4. πλέω παράλληλα προς την ακτή, παραπλέω.