καινίζω

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

(καινός) prop.

   A make new or strange, but usu. in deriv. senses, καί τι καινίζει στέγη the house has something new, strange about it, S.Tr.867; κ. εὐχάς offer new, strange prayers, E.Tr.889; ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν (corr. Blomf. for ᾧ σ' ἐκαίνισαν) how they devised a new, strange net, A.Ch.492; ὅστις τόνδ' ἐκαίνισεν λόγον E. Fr.598 ( = Critias 21 D.); so later, innovate, καθολικόν τι καινίζειν OGI669.47:—Pass., ib.62 (Egvpt, i A. D.), Just.Nov.7.12 Ep.; πολλὰ τῷ βίῳ κ. Vett.Val.270.27; in Poets, esp. use for the first time, handsel, καίνισον ζυγόν try on thy new yoke, A.Ag.1071; πρῶτος τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν first handseled the bull [of Perilaus], Call.Fr.119; κ. δόρυ first to feel the spear, Lyc.530.

German (Pape)

[Seite 1294] = καινόω, neuern, etwas Neues, Ungewöhnliches thun; καὶ τί καινίζει στέγη Soph. Tr. 864, Schol. ἔοικέ τι νεώτερον ἔχειν ὁ οἶκος, etwas Neues geht im Hause vor; εὐχὰς ὡς ἐκαίνισας θεῶν Eur. Tr. 889; καίνισον ζυγόν, nimm das neue Joch, Aesch. Ag. 1041; μέμνησο δ' ἀμφίβληστρον, ᾧ σ' ἐκαίνισαν, womit sie neu dich singen, Ch. 485; auch pass., καινισθεὶς τῇ τύχῃ, im neuen Glücke, Schol. Ar. Plut. 321. Auch = einweihen, Sp. Vgl. καινόω.

Greek (Liddell-Scott)

καινίζω: μέλλ. ―ῐῶ· (καινός)· ― ποιῶ τι καινόν· κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ταύτης πρέπει τὸ καινίζω νὰ ἀναλύηται εἰς τὸ ἔχω καινόν, φέρω καινόν, ὡς καὶ τι καινίζει στέγη, ἡ οἰκία ἔχει τι καινὸν περὶ ἑαυτήν, κἄτι παράδοξον, Σοφ. Τρ. 867· καίνινισον ζυγόν, δοκίμασον τὸν νέον ζυγόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1071· ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν, πῶς κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν τὸ δίκτυον, (λαμβανομένης τῆς τοῦ Blomfield διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ᾧ σ’ ἐκαίνισαν, ὅπερ ὁ Stanley ἑρμηνεύει: «μὲ τὸ ὁποῖον ἐσχάτως σὲ συνέλαβον»), ὁ αὐτ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 492· καινίζω εὐχάς, προσφέρω νέας, παραδόξους προσευχάς, Εὐρ. Τρῳ. 889· πρῶτος ἐπεὶ τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν, ἐχρήσατο πρῶτος αὐτός, περὶ τοῦ ταύρου ὃν κατεσκεύασεν ὁ Περίλαος, Καλλ. Ἀποσπ. 119· καινίζω δόρυ Λυκόφρ. 530. ΙΙ. νεωτερίζω, ὥστε μηδὲν... καινίζεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 62. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, τὴν πόλιν αὐτόθι 8679. ― Πρβλ. ἐγκαινίζω.

French (Bailly abrégé)

f. καινίσω, att. καινιῶ;
1 faire une chose pour la première fois, innover, inaugurer : ζυγόν ESCHL inaugurer le joug, le porter pour la première fois;
2 faire qch de nouveau, d’inusité, d’étrange : τι καινίζει στέγη SOPH il se passe du nouveau dans le palais.
Étymologie: καινός.

Greek Monolingual

καινίζω (Α) καινός
1. κάνω κάτι νέο ή έχω κάτι ασυνήθιστο, παράξενο («καί τι καινίζει στέγη» — το σπίτι φαίνεται να έχει κάτι παράξενο, Σοφ.)
2. δοκιμάζω κάτι καινούργιο («καίνισον ζυγόν», Αισχύλ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά («μέμνησο ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν» — να θυμάσαι το δίχτυ, πώς το μεταχειρίστηκαν για σένα για πρώτη φορά, Αισχύλ.)
4. επιγρ. νεωτερίζω
5. επιγρ. (για πόλεις) ανακαινίζω
6. φρ. «καινίζω εὐχάς» — κάνω νέες, παράδοξες ευχές (Ευρ.).