καλοκἀγαθικός
English (LSJ)
ή, όν,
A beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable, προαίρεσις Plb.7.11.9. Adv. -κῶς BMus.Inscr.925b8 (Branchidae), Plu.Phoc.32. 2 inclined to καλοκἀγαθία, Id.Them.3, 2.225f: Comp., Muson.Fr.14p.76H.
German (Pape)
[Seite 1312] ή, όν, einem καλὸς καὶ ἀγαθός geziemend, brav, rechtschaffen; προαίρεσις Pol. 7, 12, 9; τὸν τρόπον Plut. Them. 3, öfter; compar., Muson. bei Stob. fl. 67, 20. – Adv., καλοκἀγαθικῶς καὶ γενναίως Plut. Phoc. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une parfaite loyauté.
Étymologie: καλοκἀγαθός.
Greek Monolingual
καλοκἀγαθικός, -ή, -όν (Α) καλοκάγαθος
1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός
2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός.
επίρρ...
καλοκἀγαθικῶς (Α)
έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη.