κράχτης

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. κράχτρα
1. αυτός που κράζει
2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης
3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο
4. μαστροπός
5. πετεινός
6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε παγίδα για προσέλκυση άλλων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράκτης, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος κτ σε χτ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, κτενίζω: χτενίζω)].