μαυροφορώ
Greek Monolingual
μαυροφόρος
1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόρος
νεοελλ.
κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)
μσν.
1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῡνε» (Ζήν.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).