οχθώ
Greek Monolingual
ὀχθῶ, -έω (Α)
(επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. του ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και του Ησύχ. ὀχθᾶσθαι
ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσι). Κατ' άλλη νεώτερη άποψη, το ρ. ὀχθέω / ὀχθῶ αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. ἔχθω / ἔχθομαι «μισώ, απεχθάνομαι» (πρβλ. θροέω: θρέομαι, στροφέω: στρέφω, φοβέω: φέβομαι). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, λόγω του ότι το ὀχθῶ εκφράζει διαφορετική συναισθηματική κατάσταση. Τέλος, η σύνδεση του ρ. με τα ἄχθος «βάρος, φορτίο», ἄχθομαι «είμαι φορτωμένος, στεναχωριέμαι» παρουσιάζει μορφολογικά προβλήματα].