οδάξ
Greek Monolingual
ὀδάξ (Α)
επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό του ὀδών και του ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ, ἅπαξ). Οι τ. με αρκτ. ἀ- αντί ὀ- (πρβλ. ἀδαξάω, ἀδαγμός) οφείλονται πιθ. σε αφομοιωτική τροπή του ὀ- σε ἀ-. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ὀδάξ παράγεται από το θ. δακ- του δάκνω με προθεματικό αθροιστικό μόριο ὀ- (πρβλ. ὄ-πατρος, βλ. λ. ὀ-[Ι]). Η άποψη ότι αρχικός είναι ο επιρρμ. τ. δαξ «με τα δόντια» δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι ο τ. συνδέεται απευθείας με τη λ. ὀδών μέσω μιας αμάρτυρης δοτ. ὀδάσσ(ι), κατά τα επιρρ. σε -αξ. Το επίρρ. ὀδάξ χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο με σημ. «πέφτω στη μάχη» για στρατιώτη που σκοτώνεται στον πόλεμο, ενώ με τη σημ. «με τα δόντια, δαγκωτά» χρησιμοποιήθηκε από τους κωμικούς ποιητές. Παράλληλα με το επίρρ. μαρτυρούνται και τα ρ. ὀδάξω / ὀδαξῶ, ὀδακτάζω / ὀδακτίζω με την ιατρική σημ. «προκαλώ κνησμό με δάγκωμα ή τσίμπημα» (βλ. και λ. ἀδαχῶ)].