ολιγαρχία

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγαρχία και ὀλιαρχία, ιων. τ. ὀλιγαρχίη)
μορφή πολιτεύματος κατά το οποίο η εξουσία ασκείται από μια τάξη λίγων ανθρώπων
νεοελλ.
1. κυριαρχία τών ισχυρών του πλούτου, πλουτοκρατία
2. καταχρηστική άσκηση της εξουσίας από μια μικρή ομάδα ατόμων τα οποία αποβλέπουν κυρίως στο προσωπικό συμφέρον τους, μέσα στα πλαίσια μιας κυβέρνησης ή μιας ένωσης ή ενός συνδέσμου προσώπων, είτε πρόκειται για την Εκκλησία είτε για εργατικό συνδικάτο είτε και για άλλη οργάνωση
αρχ.
1. (στον Ηρόδ.) το αριστοκρατικό πολίτευμα, η αριστοκρατία
2. η εποχή τών τετρακοσίων στην αρχαία Αθήνα
3. η εποχή τών τριάκοντα τυράννων στην αρχαία Αθήνα
4. προσωποποίηση του ολιγαρχικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρχία κατά το μοναρχία.