παρακαλύπτω
English (LSJ)
A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.
German (Pape)
[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
French (Bailly abrégé)
couvrir, cacher;
Moy. παρακαλύπτομαι;
I. tr. voiler : τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;
II. intr. 1 se voiler pour porter le deuil;
2 se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux ou se voiler le visage en face du danger.
Étymologie: παρά, καλύπτω.
English (Strong)
from παρά and καλύπτω; to cover alongside, i.e. veil (figuratively): hide.
English (Thayer)
to cover over, cover up, hide, conceal: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it was concealed from them), a Hebraism, on which see in ἀποκρύπτω, b.), Plato, Plutarch, others).
Greek Monolingual
Α
(συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι
1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου
3. αδιαφορώ
4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ).