πάρκο
Greek Monolingual
το
1. μικρό τεχνητό δάσος, άλσος, αλσύλλιο
2. μεγάλος δημόσιος κήπος που προορίζεται για περίπατο ή αναψυχή
3. μεγάλη δεντροφυτεμένη έκταση μέσα σε πόλη ή γύρω από μιαν έπαυλη ή έναν πύργο
4. μεγάλη δασώδης περιοχή που προορίζεται για αναψυχή και για συστηματική μελέτη και επιστημονική προστασία της χλωρίδας και της πανίδας ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parco].