πάρκο

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. μικρό τεχνητό δάσος, άλσος, αλσύλλιο
2. μεγάλος δημόσιος κήπος που προορίζεται για περίπατο ή αναψυχή
3. μεγάλη δεντροφυτεμένη έκταση μέσα σε πόλη ή γύρω από μιαν έπαυλη ή έναν πύργο
4. μεγάλη δασώδης περιοχή που προορίζεται για αναψυχή και για συστηματική μελέτη και επιστημονική προστασία της χλωρίδας και της πανίδας ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parco].