πατίνι
Greek Monolingual
το
1. ξύλινο ή μεταλλικό δίτροχο παιχνίδι που μοιάζει με υποτυπώδες ποδήλατο, φέρει δύο μικρούς τροχούς ή ρουλεμάν και ωθείται με το ένα πόδι που πατάει περιοδικά στο έδαφος και σπρώχνει το πατίνι προς τα εμπρός, ενώ το άλλο πόδι πατάει σταθερά πάνω στην οριζόντια σανίδα του πατινιού
2. (αεροπ.) μεταλλικό στοιχείο τοποθετημένο στο πίσω μέρος της ατράκτου μικρών αεροσκαφών που αποτελεί σύστημα τριών τροχών, το οποίο προστατεύει το αεροπλάνο σε περίπτωση κακής προσγείωσης
3. (αθλ.) τροχοπέδιλο ή παγοπέδιλο που προσαρμόζεται με ιμάντες σε ειδικά υποδήματα και επιτρέπει τη γρήγορη κίνηση πάνω σε λεία οριζόντια έκταση ή σε παγωμένη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patin < γαλλ. patte «πόδι»].