σκουλαρίκι

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σχολαρίκιον, ΝΜ, και, σκολαρίκι Ν
1. κόσμημα που κρεμιέται από το αφτί, ενώτιο
2. ναυτ. ιμάντας, σχοινί, ταινία από ανθεκτικό υλικό ή μέταλλο που χρησιμεύει για σύσφιγξη ή στερέωση εργαλείου ή άλλου αντικειμένου με περίζωσή του
3. φρ. α) «να το βάλεις [ή να το κρεμάσεις] σκουλαρίκι» — λέγεται κυρίως σε κάποιον για κακό που έχει κάνει και χρησιμοποιείται ως απειλή
β) «σκουλαρίκι [ή σκουλαρίκια] της βασίλισσας»
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους impotiens και, ιδίως, του Impotiens balsamica, γνωστού με τη λόγια ονομασία βαλσαμίνη η σουλτανική, καθώς και τών ανθέων τους, αλλ. γάλανθος ή φούξια
γ) «βάζω σκουλαρίκι στον μακαρά»
ναυτ. τροπώ τον τρόχιλο, τον συνδέω με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκολαρίκι < μσν. σχολαρίκιον < σχολαρικόν ἐνώτιον, δηλ. σκουλαρίκι που φορούσαν οι σχολάριοι, φρουροί τών ανακτόρων στο Βυζάντιο. Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί < αρχ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. σκουλαρίκι < σκολαρίκι με κώφωση του -ο- σε -ου- κατ' επίδραση του προηγούμενου συμφώνου (πρβλ. κόμαρον: κούμαρο)].