στόμιο

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / στόμιον, ΝΜΑ στόμα
1. άνοιγμα, οπή, είσοδος (α. «στόμιο σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον», Σοφ.)
2. ανατ. πόρος ή τρήμα το οποίο αποτελεί την αρχή ή το τέλος σωλήνα ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία κοιλότητα με άλλη ή γίνεται επικοινωνία μιας κοιλότητας προς τα έξω (α. «στόμιο της ουρήθρας» β. «στόμιον γαστρός», Νίκ.
γ. «στόμιον τῆς ὑστέρας», Σωρ.
δ. «στόμιον τῆς κύστεως». Γαλ.)
3. φρ. α) «στόμιο(ν) ποταμοῡ» — εκβολές του ποταμού
β) «στόμιο(ν) διώρυγος» — η είσοδος σε διώρυγα
αρχ.
1. μικρό στόμα («στομίοισι δυσαλθές», Νίκ.)
2. σπήλαιο («ὦ μέγα ναίων στόμιον», Αισχύλ.)
3. υποδοχή μοχλού («στομίοις κλεῑθρα δέχοισθε», Ανθ. Παλ.)
4. το σιδερένιο τμήμα του χαλινού που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, η στομίδα («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», Ηρόδ.)
5. μτφ. δύναμη επιβολής («ὡς... νῡν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται τἀμά», Σοφ.)
6. φορβειά
7. γυναικείο κόσμημα του λαιμού
8. φρ. «στόμιον Τροίας» — ο στρατός τών Αχαιών που πολιορκούσε την Τροία και περιόριζε τους κατοίκους της.