σύμβουλος

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ὁ,

   A adviser, counsellor, in public or private affairs, Hdt.5.24, 7.50, S.Ph. 1321, Th.3.42, IG22.832.16 (iii B.C.), PMich.Zen.57.6 (iii B.C.), Ep.Rom.11.34, etc.; σ. πονηρός Antipho 5.71: as fem., X.HG3.1.13: c. gen. pers., one's adviser, A.Pers.175 (troch.), Ar.Th.921, etc.: c. dat., καί μοι γενοῦ ξ. Id.Nu.1481, cf. X.Smp.8.39; μωρίᾳ ξ. τοῦ κασιγνήτου E.Hel.1019, cf. Isoc.2.43: also c. gen. rei, σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε A.Pers.170 (troch.); τῆς ἀρχῆς . . ξυμβούλοισιν . . ὑμῖν χρήσωμαι Ar.Ec.518 (anap.); τῶνδε σύμβουλοι πέρι A.Ch.86, cf. Pl.Prt. 319b; ὑπέρ τινος Isoc.1.35: ξύμβουλός εἰμι,= συμβουλεύω, advise, c. inf., A.Eu.712, cf. Pl.Lg.930e: opp. συκοφάντης, D.18.189.    II as a title,    1 at Athens, the θεσμοθέται were empowered to appoint σύμβουλοι (perh. in a private capacity), Id.58.27.    2 at Sparta, a board of advisers sent with the general, Th.5.63.    3 officers at Thurii, Arist.Pol.1307b14.    4 = Lat. legatus, Plb.6.35.4; also used to expl. Lat. con-sul, D.H.4.76.

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Berather, der einen Rath giebt, Rathgeber, σύμβουλοι λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, Aesch. Pers. 166, vgl. 171; γένεσθε τῶνδε σύμβουλοι πέρι, Ch. 84; Eum. 682; οὔτε σύμβουλον δέχει, Soph. Phil. 1305; Eur. Hel. 1025 u. öfter; Ar. Ach. 626; u. in Prosa: Thuc. 3, 42. 5, 63; Plat. Soph. 217 d; περί τινος, Prot. 319 b, u. öfter, wie Folgde, Dem. 1, 16; ἡ σ., Rathgeberinn, Xen. Hell. 3, 1, 13; σύμβουλος γέγονε τοῦ πολέμου, er rieth zum Kriege, Pol. 35, 4, 8. – Bei Plut. adv. stoic. 10 Senator.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβουλος: ὁ, (βουλὴ) ὁ παρέχων συμβουλήν, παραινῶν, συμβουλεύων, μάλιστα εἰς δημόσια πράγματα καὶ πολιτικὰς ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 24., 7. 50, 2, Σοφ. Φιλ. 1321, Θουκ. 3. 42, κτλ.· σ. πονηρὸς Ἀντιφῶν 137. 41· ὡς θηλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· ― μετὰ γενικ. προσ., ὁ παρέχων συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀριστοφ. Θεσμ. 921, κτλ.· οὕτω, σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1481, Ξεν. Συμπ. 8. 39· οὐδὲ μωρίᾳ ξύμβουλος ἔσομαι τοῦ κασιγνήτου ποτὲ Εὐρ. Ἑλ. 1019, πρβλ. Ἰσοκρ. 23C· ― ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. πράγμ., σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 170· περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς... ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 518· σ. περί τινος Αἰσχύλ. Χο. 86, Πλάτ. Πρωτ. 319Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 9D· ― ξύμβουλός εἰμι = συμβουλεύω, ἐκφέρω γνώμην, δίδω συμβουλήν, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 712, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 930Ε· ― ἀντίθετ. τῷ συκοφάντης, Δημ. 291. 16. ΙΙ. ὡς προσωνυμία, 1) ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ Ἄγιδος ἐνομοθετήθη, δέκα ἄνδρες νὰ ἐκλέγωνται σύμβουλοι τῶν στρατηγῶν, «ἄνευ ὧν μὴ κύριον εἶναι ἀπάγειν στρατιὰν ἐκ τῆς πόλεως» Θουκ. 5. 63. 2) ἄρχοντές τινες ἐν Θουρίοις, Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 13. 3) = τῷ Ρωμαϊκῷ legatus, Πολύβ. 6. 35, 4· ― ὡσαύτως εὕρηται καὶ ὡς μετάφρασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ con-sul, Διον. Ἁλ. 4. 76.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 conseiller pour les affaires publiques;
2 à Sparte conseiller qui assistait le général.
Étymologie: σύν, βουλή.

English (Strong)

from σύν and βουλή; a consultor, i.e. adviser: counsellor.

English (Thayer)

συμβούλου, ὁ (σύν and βουλή), an adviser, counsellor: Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ
αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ.
δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ)
νεοελλ.
1. μέλος συμβουλίου υπηρεσίας ή οργανισμού
2. φρ. α) «σύμβουλος σχολικός» — βλ. σχολικός
β) «διευθύνων σύμβουλος» — βασικό διευθυντικό στέλεχος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, του οποίου η ιδιότητα συμπίπτει συνήθως με την ιδιότητα του προέδρου
αρχ.
1. (στην αρχαία Σπάρτη) καθένας από τους δέκα άρχοντες, οι οποίοι αποφάσιζαν για εκστρατεία εξω από τα όρια της Λακωνικής
2. (στην αρχαία Αθήνα) υπάλληλος διορισμένος από τους θεσμοθέτες
3. (στην αρχαία Ρώμη) α) ο ύπατος
β) ο συγκλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πρό-βουλος].