Τιθωνός

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ὁ, Tithonus, brother of Priam, husband of Eos, and father of Memnon, Il.11.1, 20.237, Hes.Th.984. etc.: metaph. of a decrepit old man, because, as the tale went, Eos begged Zeus to grant immortality to Tithonus, but forgot to ask for eternal youth, Ar.Ach.688, Call.Iamb.1.249: prov. of great old age,

   A ὑπὲρ τὸν Τ. ζῆν Luc.DMort.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

Τῑθωνός: ὁ, υἱὸς τοῦ Λαομέδοντος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πριάμου, ἡρπάγη δὲ διὰ τὸ κάλλος αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Ἠοῦς, ἥτις ἔσχεν ἐξ αὐτοῦ υἱοὺς τὸν Ἠμαθίωνα καὶ τὸν Μέμνονα, καὶ ζητήσασα παρὰ τῶν θεῶν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀθανασίαν ἐπέτυχεν, ἀλλ’ ἐλησμόνησε νὰ ζητήσῃ καὶ αἰωνίαν νεότητα· ὁ Τιθωνὸς ἐγένετο ὑπεργήρως, δι’ ὃ σπλαγχνισθέντες αὐτὸν οἱ θεοὶ μετέβαλον εἰς τέττιγα, Ἰλ. Υ., Ἡσ. Θεογ. 984, κλπ. - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἀδυνάτου καὶ ἐξησθενημένου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· παροιμία ἐπὶ μεγάλης ἡλικίας, ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 1· ὁ Τιθωνὸς ὡς σύζυγος τῆς Ἠοῦς παριστάνει ἴσως τὴν θνήσκουσαν ἡμέραν, Μ. Müller Sc. of Lang. 2, σ. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 Tithônos, fils de Laomédon, à qui Zeus avait accordé de prolonger sa vieillesse;
2 p. ext. un Tithônos, càd un vieillard très âgé.

English (Autenrieth)

Tithōnus, a son of Laomedon, carried off by the goddess Eos, to be her spouse, Il. 20.237, Il. 11.1, Od. 5.1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μυθ. γιος του Λαομέδοντος και της Στρυμούς και αδελφός του Πριάμου, άνδρας έξοχης ομορφιάς, τον οποίο απήγαγε η Ηώς λόγω του σφοδρού έρωτα που ένιωθε γι' αυτόν και από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα ή, κατ' άλλη παράδοση, γιος της Ηούς και του Κεφάλου και πατέρας του Φαέθοντος
αρχ.
1. μτφ. γέρος αδύνατος και εξασθενημένος, επειδή ο Τιθωνός έφτασε σε μεγάλη ηλικία μετά από παράκληση της Ηούς, δεν διατήρησε όμως και την έξοχη ομορφιά του καθώς η σύζυγός του παρέλειψε να ζητήσει από τους θεούς, μαζί με την αθανασία, και την αιώνια νεότητα
2. παροιμ. φρ. «ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν» — λεγόταν για άνθρωπο που είχε φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τιτάν.].