ὑπερβαλλόντως

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

v. sq. A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

English (Strong)

adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.

English (Thayer)

(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)

Greek Monolingual

ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].