ὑπερβαλλόντως
English (LSJ)
v. sq. A. 11.5.
German (Pape)
[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
English (Strong)
adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.
English (Thayer)
(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)
Greek Monolingual
ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].