λαγών

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

όνος, ἡ, also ὁ, Hp.Int.25, Aret.SD2.11: (λαγαρός):—

   A the hollow on each side below the ribs, flank, Hp. l. c., Ar.V.119<*>, Chaerem. 14.3, Arist.HA493a18, al.: freq. in pl. λαγόνες, flanks, Batr.222, E. IT298, Ar.Ra.662, etc.; λαγόνων ὀστᾶ iliac bones, Gal.2.507, cf. 772; prop. of men, but also of animals, E.El.826, X.Cyn.4.1, 5.10, Theoc. 25.246; θύννου λαγόνες Antiph.132.5 (anap.).    2 pl., in later Greek, womb, Naumach. ap. Stob.4.22.32, λύσις αἰνίγματος ap.Arg.E. Ph.    II metaph., any hollow, κοίλη λ. hollow of a cup, Eub.43; λαγόνεσσι φαρέτρης AP6.326 (Leon. Alex.); πρός τινι λ. τοῦ κρημνοῦ Plu.Arat.22; esp. of a mountain, flank, D.H.3.24, 9.23, Cleom.1.8, Call.Fr.185 (pl.); bank of a river, λαιᾷ ποταμοῦ . . λαγόνι AP6.287 (Antip.); sides of a grave, IG14.2001; χθόνιαι ib.7.117 (Megara).

German (Pape)

[Seite 4] όνος, ἡ, seltner ὁ, Lob. zu Soph. Ai. 667, jeder hohle, leere Raum, σχίσμα γῆς, Hes.; ὄρους, D. Hal. 3, 24; vgl. Plut. Arat. 22 (nach Ath. VIII, 363 a ἀπὸ τοῦ λαγαροῦ); bes. wie λάπαρα u. κενεών, der vertiefte, hohle Theil des Leibes zwischen Kreuz, Rippen u. Hüften, die Weichen, Dünnen, vgl. Arist. H. A. 1, 13 g. E.; selten im sing., wie Eur. Hec. 559; gew. plur., παίει σιδήρῳ λαγόνας I. T 298; τὰς λαγόνας σπόδει, Ar. Ran. 662; sp. D.; ὑπὸ λαγόνας τε καὶ ἰξύν, Theocr. 25, 246; bes. von Hafen u. Hunden, Xen. Cyn. 4, 1. 5, 10 u. A.; – τὸν λαγόνων μόχθον, von der Frau, Agath. 83 (VII, 574). Uebh. Raum, Bauch eines Gefäßes, λαγόνες φαρέτρης, Leon. Al. 11 (VI, 326). Vom Töpfer sagt Eubul. bei Ath. XI, 471 e ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος. – Bes. auch von dem Grabe, τύμβος – λαγόνεσσι Σεβήραν – ἔχων Ep. ad. 748 (App. 104); Gregor. oft (VIII, 197 ff.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγών: -όν, ἡ, (ἴδε ἐν λ. λάγνος)· - τὸ ἑκατέρωθεν κοίλωμα τοῦ σώματος τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς, κοινῶς «λαγγόνι» (ἴδε λαπάρα), Ἱππ. 545. 54, Εὐρ. Ἑκ. 559, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· συχνάκις ἐν τῷ πληθ. λαγόνες, Λατ. ilia, Βατραχομυομαχ. 225, Εὐρ. Ι. Τ. 298, Ἀριστοφ. Σφ. 1193, Βάτρ. 662, κτλ.· κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ζῴων, Εὐρ. Ἠλ. 826, Ξεν. Κυν. 4, 1., 5, 10, Θεόκρ. 25. 246· θύννου λαγόνες Ἀντιφ. ἐν «Κύκλωπι» 1. 5. 2) παρὰ μεταγεν. ἡ μήτρα, Ναύμαχ. παρὰ Στοβ. 420 4, ἔμμετρος ὑπόθεσις εἰς Ο. Τ. τοῦ Σοφ. κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ κενεὼν καὶ γαστήρ, πᾶσα κοιλότης, κοίλη λ., τὸ κοίλωμα ποτηρίου, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 2· λαγόνεσσι φαρέτρης Ἀνθ. Π. 6. 326· πρός τινι λ. τοῦ κρημνοῦ Πλουτ. Ἄρατ. 22· ἰδίως ἐπὶ ὄρους, αἱ πλευραὶ αὐτοῦ, Διον. Ἁλ. 3. 24., 9. 23, Καλλ. Ἀποσπ. 185· αἱ πλευραί, τὰ πλάγια, Ἀνθ. Π. παράρτ. 104, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 149. 4., 462. 12, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359-362.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 cavité, creux;
2 particul. creux de chaque côté du corps sous les côtes ; creux des flancs, flanc ; αἱ λαγόνες les flancs.
Étymologie: R. Λαγ, être creux ; cf. λαγαρός.

Greek Monolingual

η (AM λαγών, -όνος), ἡ, Α και λαγών, ὁ)
βλ. λαγόνα.

Greek Monotonic

λᾰγών: -όνος, ἡ (λαγαρός),
I. κοίλο μέρος του σώματος κάτω από τα πλευρά, κοινώς «λαγόνι», σε Ευρ.· στον πληθ., λαγόνες, στον ίδ., Αριστοφ.
II. μεταφ., κάθε κοιλότητα, σε Ανθ., Πλούτ.