λαγόνα
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
και λαγών, η (Α λαγών, -όνος, ἡ και ὁ)
συν. στον πληθ. οι λαγόνες
τα πλάγια μέρη της λεκάνης του ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ' ἄριστον», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μήτρα
2. κοιλιά
3. πηγάδι
4. κάθε κοιλότητα
5. (για ποταμό) η όχθη
6. στον πληθ. α) (για όρος ή για τάφο) οι πλευρές, τα πλάγια
β) τα έγκατα της γης ή της θάλασσας
7. φρ. «λαγόνων ὀστέα» — τα ειλεακά οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + κατάλ. -ών. Πιθ. να έχει παραχθεί από λάγος (βλ. λαγώς). Το λάγος (πιθ. < σλαγος) αντιστοιχεί με ορισμένα αρχ. γερμ. επίθετα που σημαίνουν «χαλαρός, μαλακός» (πρβλ. αρχ. σκανδ. slakr, αρχ. σαξον. slac, αγγλοσαξον. slaec κ.ά.].