κύλισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223. II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for sq., 2 Ep.Pet.2.22.
German (Pape)
[Seite 1529] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = κυλίστρα, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κύλισμα: τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ κύλισις, Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ μέρος ἔνθα κυλίεταί τις, ὡς τὸ κυλίστρα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de se rouler;
2 lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).
Étymologie: κυλίνδω.
Spanish
English (Strong)
from κυλιόω; a wallow (the effect of rolling), i.e. filth: wallowing.
English (Thayer)
(κυλισμός) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a rolling, wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a rolling of itself in mud (to wallowing in the mire), T Tr text WH. See the preceding word.
Greek Monolingual
το (AM κύλισμα) κυλίνδω
το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως της μιτροειδούς
νεοελλ.-μσν.
1. πέρασμα του χρόνου
2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια της τύχης
3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα
αρχ.
ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.
Greek Monotonic
κύλισμα: -ατος, τό, κύλισμα, κύλισμα στη λάσπη, τόπος κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη