ἀπαλγέω

Revision as of 08:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A put away sorrow for, τὰ ἴδια Th.2.61; ἀ. τὸ πένθος Plu. Cleom.22; τὸ πάθος Procop.Arc.16.    II generally, to be despondent, ἀ. ταῖς ἐλπίσιν Plb.9.40.4; πρὸς ἐλπίδα D.C.48.37: abs., Plb.1.35.5, Ep.Eph.4.19.

German (Pape)

[Seite 276] verschmerzen, keinen Schmerz mehr über etwas empfinden, τί Thuc. 2, 61; τὰ ἴδια Dion. Hal. iud. Thuc. 47; übh. stumpfsinnig sein, ταῖς ἐλπίσι, hoffnungslos sein, Pol. 9, 40; ψυχὴ ἀπηλγηκυῖα, muth- und hoffnungslos, 16, 12; πρός τι Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλγέω: παύομαι τοῦ ἀλγεῖν, ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι, παυσαμένους ἀλγεῖν κτλ., Θουκ. 2. 61· ἀπ. τὸ πένθος, ἀφίνω τὴν λύπην, Πλουτ. Κλεομ. 22. ὡς τὸ ἀπολοφύρομαι. ΙΙ. ἐν γένει εἶμαι ἀπαθής, ἀδιάφορος, ἀναισθήτως ἔχω πρός τι, ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν Πολύβ. 9. 40, 4· πρὸς ἐλπίδα Δίων Κ. 48. 37: ἀπολ., Πολύβ. 1. 35, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπαλγήσω, ao. ἀπήλγησα, pf. ἀπήλγηκα;
1 se consoler de, acc.;
2 devenir insensible à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

1 hacerse insensible a c. ac. τὰ ἴδια Th.2.61, τὸ πένθος Plu.Cleom.22, τὸ πάθος Procop.Arc.16.20.
2 desesperar ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν por desesperación Plb.9.40.4, πρὸς τὴν ἐλπίδα D.C.48.37.6
abs. Plb.1.35.5, εἰς τέλος Plb.1.58.9, cf. Ep.Eph.4.19.

English (Strong)

from ἀπό and algeo (to smart); to grieve out, i.e. become apathetic: be past feeling.

English (Thayer)

ἀπάλγω: (perfect participle ἀπηλγηκως); to cease to feel pain or grief;
a. to bear troubles, with greater equanimity, cease to feel pain at: Thucydides 2,61etc.
b. to become callous, insensible to pain, apathetic: so those who have become insensible to truth and honor and shame are called ἀπηλγηκότες (A. V. past feeling) in Polybius 1,35, 5 ἀπηλγηκυιας ψυχάς dispirited and useless for war (cf. Polybius 16,12, 7).)

Greek Monotonic

ἀπαλγέω: μέλ. -ήσω, παύω να αισθάνομαι πλέον πόνο για κάτι, τι, σε Θουκ.· ἀπαλγέω τὸ πένθος, αφήνω, παραμερίζω τη λύπη μου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαλγέω: 1) переставать мучиться (ἀ. τὸ πένθος Plut.): ἀ. τὰ ἴδια Thuc. забывать личные невзгоды;
2) становиться нечувствительным; ἀ. ταῖς ἐλπίσι Polyb. оставить надежды; ψυχὴ ἀπηλγηκυῖα Polyb. подавленность, отупение.