συντηρέω

Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A keep or preserve closely, ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον Aristeas 209; τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν LXX To.1.11; σ. [τὴν γνώμην] παρ' ἑαυτῇ keep it close, Plb.30.30.5, cf. LXX Si.39.2, Ev.Luc.2.19.    2 preserve, maintain, of grants or privileges, SIG705.48 (Delph., ii B.C.), al., BGU1074.2 (i A.D.):—Pass., IG12(5).860.44 (Tenos); ἀμφότεροι -οῦνται (sc. ὅ τε οἶνος καὶ οἱ ἀσκοί) Ev.Matt.9.17.    3 observe strictly, τὸ τῆς φύσεως τέλος Epicur.Fr.554; τὰ νόμιμα Aristeas 127; τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Si.2.15; τὴν εὐταξίαν Arch.Pap.3.134 (Thera, iii/ii B.C.); τήν τε φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν Riv.Fil.60.60 (Cyrene, ii B.C.); σ. τὸ διάστημα keep distance, Ascl. Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.    4 watch one's opportunity, συντηροῦντα παίειν Plu.Marc.12.    5 watch over, protect, τοῖς φυλακίταις (sc. συντάξαι) συντηρῆσαι τὰ . . γενήματα BGU1851.8 (i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συντηρέω: τηρῶ ἢ διαφυλάττω καλῶς, ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ σύγκλητος οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, αὐτόθι 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, περιμένω εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conserver;
2 observer, surveiller.
Étymologie: σύν, τηρέω.

English (Strong)

from σύν and τηρέω; to keep closely together, i.e. (by implication) to conserve (from ruin); mentally, to remember (and obey): keep, observe, preserve.

English (Thayer)

συντήρω: imperfect 3rd person singular συνετήρει; present passive 3rd person plural συντηροῦνται; (from Aristotle, de plant. 1,1, p. 816a, 8 down);
a. to preserve (a thing from perishing or being lost): τί, passive (opposed to ἀπολλυσθαι), T WH omit; Tr brackets the clause); τινα, to guard one, keep him safe, from a plot, ἑαυτόν ἀναμάρτητον, to keep within oneself, keep in mind (a thing, lest it be forgotten (cf. σύν, II:4)): πάντα τά ῤήματα, τό ῤῆμα ἐν τῇ καρδία μου, Theod.; τήν γνώμην παῥ ἑαυτό, Polybius 31,6, 5; (absolutely, Sirach 39:2)).

Greek Monotonic

συντηρέω: μέλ. -ήσω,
1. διατηρώ ή διαφυλάσσω μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
2. καιροφυλακτώ, περιμένω να αρπάξω την ευκαιρία, παραμονεύω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συντηρέω: 1) сохранять, хранить (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν ἑαυτοῦ γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);
2) беречь, оберегать (τινα NT);
3) блюсти, соблюдать (τὰ δίκαια Polyb.);
4) выжидать удобный момент: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.