προερέω

Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Att. contr. προερῶ, serving as fut. to προεῖπον(q.v.): also pf. προείρηκα, Pass. -ημαι: aor. Pass. προερρήθην, contr. προὐρρήθην:—

   A say beforehand, Pl.Plt.292d, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Id.Phd.75b; κατὰ τὰ π. Id.R.408c; τοῖς π. συμφωνεῖν ib.398c; τὰ προρρηθέντα ib.619c; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of preface, Isoc.4.14, cf. 5.29.    II order beforehand or publicly, συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Hdt.1.77,81; π. τῷ στρατῷ ὡς . . ἀκουστέα εἴη Id.3.61:— Pass., προὐρρήθη ὅπως . . Pl.Smp.198e; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Th.2.84, cf. Antipho6.40; ἔχοντες τὸ προειρημένον the prescribed implement, Hdt.1.126; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην Id.6.128; δεῖπνον . . ἐκ πολλοῦ χρόνου π. ordered beforehand, Id.7.119; πόλεμος προερρήθη was declared, X.Ages.1.17.    2 ὀνυμαστὶ προερεῖ will call him publicly by name, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 721] att. προερῶ, fut. zu προεῖπον, προλέγω u. προαγορεύω, ich werde voraussagen, ankündigen, τινί, mit folgdm ὡς, Her. 3, 61.

Greek (Liddell-Scott)

προερέω: Ἀττικ. συνῃρ. προερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προεῖπον· ὡσαύτως πρκμ. προείρηκα, παθητ. -ημαι· ἀόρ. παθ. προερρήθην, συνῃρ. προὐρρήθην. Λέγω ἐκ τῶν προτέρων, πρότερον, Πλάτ. Πολιτ. 292D, κτλ. ― Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β· κατὰ τὰ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398C, 408C, κτλ.· τὰ προρρηθέντα αὐτόθι 619C· ταῦτά μοι προειρήσθω, ἂς εἶναι εἰρημένα ἐν εἴδει προλόγου, Ἰσοκρ. 43Ε, πρβλ. 88Β. ΙΙ. ἐπιτάσσω προηγουμένωςδημοσίᾳ, τινι, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 77, 81· ὡσαύτως, πρ. τινι ὡς… ὁ αὐτ. 3. 61. ― Παθητ., προὐρρρήθη ὅπως… Πλάτ. Συμπ. 198Ε· προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀντιφῶντα 146. 9· ἔχοντες τὸ προειρημένον, τὸ ἀνωτέρω ῥηθέν, Ἡρόδ. 1. 126· ἀπικέσθαι ἐς τὴν πρ. ἡμέρην ὁ αὐτ. 6. 128· δεῖπνον... ἐκ πολλοῦ χρόνου πρ., διατεταγμένον ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 7. 119· ― πόλεμος προερρήθη, Λατιν. indictus est, Ξεν. Ἀγησ. 1, 17.

French (Bailly abrégé)

v. *προέρω.

English (Strong)

from πρό and ἐρέω; used as alternate of προέπω; to say already, predict: foretell, say (speak, tell) before.

Greek Monotonic

προερέω: αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του προεῖπον· απ' όπου, παρακ. προείρηκα, Παθ. -ημαι, αόρ. αʹ προερρήθην, συνηρ. προὐρρήθην·
I. λέγω εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον ίδ.· τὰ προρρηθέντα, στον ίδ.· ταῦτά μοι προειρήσθω, λέγονται με τη μορφή προοιμίου, σε Ισοκρ.
II. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι από πριν ή δημοσίως, τινί, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, προερέω τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από πριν να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· τὸ προειρημένον, διαταγή που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· δεῖπνον προειρημένον, διατεταγμένο από πριν, στον ίδ.· πόλεμος προερρήθη, Λατ. indictus est, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προερέω Att. fut. van* προείρω.