αἰσχρολογία
English (LSJ)
ἡ,
A foul language, obscenity, X.Lac.5.6, Arist.EN1128a23. 2 abuse, Plb.8.11.8, cf. POxy.410.77, Ep.Col.3.8, Phld.Rh.1.176S., etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολογία: ἡ, αἰσχρὰ καὶ φαύλη ὁμιλία, Ξεν. Λακ. 5. 6: ὕβρις, λοιδορία, Πολύβ. 8. 13. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 propos honteux ou obscènes;
2 propos injurieux.
Étymologie: αἰσχρός, λόγος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 obscenidad, lenguaje indecente X.Lac.5.6, de los cómicos ἦν γελοῖον ἡ αἰσχρολογία Arist.EN 1128a23, cf. Plb.12.13.3, Epict.Ench.33.
2 insulto κατὰ τῶν φίλων Plb.8.11.8, cf. 31.6.4, αἰ. καὶ δυσφήμία Phld.Rh.1.176, ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν Ep.Col.3.8, φεύγειν τὰς αἰσχρολογίας ret. en POxy.410.77, πολλὰς ἐ[σ] χρολογίας εἰς πρόσωπόν μου ἐξειπών BGU 909.11 (IV d.C.).
English (Abbott-Smith)
- αἰσχρολογία, -ας, ἡ (< αἰσχρός, λέγω),
abusive language, abuse (Lft., ICC, in l.; MM, VGT, s.v.): Col 3:8. †
English (Strong)
from αἰσχρός and λόγος; vile conversation: filthy communication.
English (Thayer)
(ας, ἡ (from αἰσχρολόγος, and this from αἰσχρός and λέγω), foul speaking (Tertullian turpiloquium), low and obscene speech, (R. V. shameful speaking): Xenophon, Aristotle, Polybius) (Cf. Lightfoot at the passage; Trench, § xxxiv.)
Greek Monolingual
η (Α αἰσχρολογία) αἰσχρολόγος
το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία
αρχ.
1. αισχρός, άσχημος λόγος
2. βρισιά, λοιδορία.
Greek Monotonic
αἰσχρολογία: ἡ, αισχρή ομιλία, υβρεολόγιο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρολογία: ἡ непристойная речь, сквернословие Xen., Plut.: ἡ κατά τινος αἰ. Polyb. брань по чьему-л. адресу.