φώρ

Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ, gen. φωρός, dat. pl.

   A φωρσί Ael.NA9.45:—thief, Hdt.2.174, etc.; φώρ τινος Pl.R.334a; Ἀργεῖοι φῶρες Ar.Fr.57; φ. ἄνθρωποι Paus.10.15.5; ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον prov. in Arist. EE1235a9; τὰ τῶν φ. κρείττω prov. in Hyp.Fr.1: Sup. φώρτατος most thievish, Sophr.1.    II a kind of bee, prob. robber-bee, Arist.HA553b9, 625a5.    III φωρῶν λιμήν, a harbour near Athens, a little westward of the Piraeus, used by smugglers, D.35.28,53, Str.9.1.14. (Like Lat. fur, from bher- (root of φέρω), cf. ἄγειν καὶ φέρειν.)

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, gen. φωρός, 1) der Dieb, fur, Her. 2, 174 Plat. Rep. I, 334 a. – 2) eine Bienenart, die Raubbiene, von κηφήν verschieden; Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Antigon. Caryst. p. 105 u. A.; – Sophron im E. M. bildet auch einen superlat. φωρότατος, sehr diebisch.

Greek (Liddell-Scott)

φώρ: ὁ, γεν. φωρός, δοτ. πληθ., φωρσὶ Αἰλ. περὶ Ζῴων 9. 45· ― κλέπτης, Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· φώρ τινος Πλάτ. Πολ. 334Α· Ἀργεῖοι φῶρες Ἀριστ. Ἀποσπ. 153· φωρ. ἄνθρωποι Παυσ. 10. 15, 5· ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον, παροιμ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 1, 5. ― Ὁ Σώφρων ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ὑπερθ. φώρτατος, κλεπτίστατος, Ἀποσπ. 28 Ahrens. ΙΙ. εἶδος μελίσσης, ἕτερος ὁ φὼρ καλούμενος, μέλας καὶ προγάστωρ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, τρίτος δὲ ὁ φὼρ καλούμενος αὐτόθι 5. 22, 1. ΙΙΙ. φωρῶν λιμήν, πλησίον τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὀλίγον δυσμικώτερον τοῦ Πειραιῶς, εἰς ὃν κατέφευγον οἱ λαθρεμπόριον μετερχόμενοι, Δημ. 932. 13, 642. 5, Στράβ. 395. Πιθ. ἐκ τῆς √ΦΕΡ, πρβλ. τὴν φράσιν ἄγειν καὶ φέρειν, fere et agere, “convey” the wise it call (Shaksp., Merry Wives, 1. 3)·. fūr, fūris.

French (Bailly abrégé)

φωρός (ὁ) :
voleur.
Étymologie: φέρω ; cf. lat. fur et fero.

Greek Monolingual

φωρός, ὁ, Α
1. κλέφτης
2. είδος μέλισσας
3. φρ. «φωρῶν λιμήν»
(στα χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά του Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα bhōr- της ΙΕ ρίζας bher- του ρ. φέρω (πρβλ. κλώψ: κλέπτω, τρώξ: τρώγω) με αρχική σημ., επομένως, «αυτός που φέρνει πάνω του, μαζί του το κλεμμένο αντικείμενο», το οποίο αντικαταστάθηκε νωρίς από τους τ. κλέπτης, κλώψ της οικογένειας του ρ. κλέπτω. Η λ. φώρ ως προς τον σχηματισμό μπορεί να παραβληθεί με το αρμ. burn «χέρι, γροθιά, δύναμη» και με το συνώνυμο λατ. fūr «κλέφτης», το οποίο όμως, κατά μία άποψη, αποτελεί δάνειο από την Ελληνική (μέσω της Ετρουσκικής) και όχι παρλλ. ανεξάρτητο σχηματισμό της Λατινικής].

Greek Monotonic

φώρ: ὁ, γεν. φωρός,
I. κλέφτης, Λατ. fur, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. φωρῶν λιμήν, λιμάνι κοντά στην Αθήνα, λίγο δυτικότερα του Πειραιά, που χρησιμοποιούνταν από λαθρεμπόρους, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φώρ: φωρός ὁ φέρω
1) вор Her., Arph. etc.: Φωρῶν λιμήν Dem. Воровская гавань (близ Афин); ἔγνω δὲ φ. τε φῶρα καὶ λύκος λύκον погов. Arst. вор узнает вора, а волк - волка;
2) зоол., предполож. пчела-кукушка Arst.