καταγωνίζομαι

Revision as of 07:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19.    2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.    II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.

German (Pape)

[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.

English (Strong)

from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.

English (Thayer)

deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)

Greek Monolingual

καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῡ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγωνίζομαι: (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)
1) вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2) одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.