ἀλθαίνω

Revision as of 21:25, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A heal, Lyc.582, Timae.15: fut. ἀλθήσω Nic.Th.587: aor. ἤλθησα ib.496, Al.112: aor. 2 inf. ἀλθεῖν· ὑγιάζειν Hp. ap. Gal.19.76: —Pass., become whole and sound, pres., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται Hp. Morb.2.33: Ep. impf. or aor. ἄλθετο χείρ Il.5.417; ἀλθομένη Q.S.9.475 (nisi leg. ἀλδομένη): fut. ἀλθήσομαι (ἀπ-) Il.8.405: aor. ἀλθεσθῆναι (συν-) Hp.Art.14:—later aor. Med. ἠλθησάμην Poet.de herb. 44.

German (Pape)

[Seite 95] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλθαίνω: θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, αὐτόθι 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο χείρ, Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, ἔνθα ἴσως κάλλιον ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: μέσος δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ ἄχθομαι): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. ἄλθεξις. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh (θάλλω, ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).

French (Bailly abrégé)

f. ἀλθανῶ ou ἀλθήσω, ao. ἤλθησα;
guérir, acc.;
Moy. ἀλθαίνομαι guérir intr.
Étymologie: R. Ἀλθ, faire croître, cf. ἀλδήσκω.

Spanish (DGE)

• Morfología: impf. iter. ἀλθαίνεσκεν Lyc.1395; fut. contr. 3a plu. ἀλθανοῦσιν Lyc.582; v. med. aor. ind. ἄλθετο Il.5.417, v. tb. ἀλθέω
1 aliviar, curar τὰ τραύματα Timae.56b, βούπειναν Lyc.582, 1395, μίασμα Lyc.1122, cf. Nic.Al.556, en v. pas., fig. del campo arrasado que revive tras la tormenta ἣ δ' (ἄρουρα) ἀλθομένη ἀνέμοισι Q.S.9.475.
2 en v. med. sanar, curarse ἄλθετο χείρ Il.5.417, τὸ ἕλκος Hp.Morb.2.33, νοῦσος Heliod.SHell.472.16, cf. Hp.Morb.2.34.

• Etimología: Al igual que ἀλδαίνω de la r. que se encuentra en ἄναλτος q.u.

Greek Monolingual

ἀλθαίνω (Α)
θεραπεύω, γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι του μέλλοντα πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετης σημασίας ρήμα πυρέξομαι. μέλλ. του πυρέσσω «έχω πυρετό, νοσώ». Ετυμολογικά το ρ. ἀλθαίνω προέρχεται από επαυξημένη με -θ- ρίζα -αλ-. η οποία απαντά επίσης στο επίθ. ἄν-αλ-τος «άπληστος, ακόρεστος», καθώς και στο ρήμα ἀλ-δ-αίνω «ενισχύω, τρέφω».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλθα, ἀλθαία, ἀλθεστήριον, ἀλθήεις, ἄλθος.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: become whole and sound (Hp.)
Other forms: ἄλθετο (Il.). Fut. ἀλθήσομαι, -σω (Il.). ἀλθεῖν ὑγιάζειν (Hp. ap. Gal. 19, 76). ἄλθα θερμασία η θεραπεία H.; ἄλθος φάρμακον EM; ἀλθεύς ἰατρός H.; ἀλθαίνει αὔξει, θεραπεύει, ὑγιαίνει φάρμακον γὰρ ἄλθος H.
Derivatives: The fut. ἀλθέξομαι (Aret.) perh. formed after its opposite πυρέξομαι of πυρέσσω (but Chantr. comments: "l'hypothése reste en l'air"; cf. συναλθάσσομαι; ἄλθεξις. On these forms Van Brock, Vocab. médical 198 - 207 ("capricieuses formations", all late). ἀλθεστήρια medicine (Nic.), cf. χαριστήρια, etc. (Chantr. Form. 63f.). - ἀλθαία plant name marsh mallow, Thphr.; cf. Strömberg Pflanzennamen 81 (partly incorrect). On Ἄλθηπος, also Ἄλθηφος, Bechtel Hermes 56, 228 and the mythical name Ἀλθαία, s. below.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [26] *h₂el- grow
Etymology: Ἀλθαίνω is connected with the root in ἄναλτος (q.v.) (Schwyzer 703 β). Cf. ἀλδαίνω. Chantr. notes that the word is originally used of the growth of damaged tissue; he translates ἄλθετο χείρ with "le bras se guérit". - However, the meaning heal is not evidently connected with ἀλ- grow, feed; the glosses give systematically the meaning heal etc.; θεραπεία means also medical or surgical treatment; θερμασία is less clear (false reading?); αὔξει also deviates (is it for ἀλδαίνω?). - The name Ἄλθηπ\/φος is clearly Pre-Greek (cf. the river Αἴσηπος); so may be Ἀλθαία (the suffix -αια, -εια is also known in Pre-Greek); but we cannot be sure that the names belong to the verb. - An alternative etymology connects Skt. r̥dhnóti obtain luckily, Rix MSS 27 (1970) 88 and Mayrhofer EWAia 1, 118.