ἀλδήσκω
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A grow, ληίου ἀλδήσκοντος Il.23.599, cf. Damocr. ap. Gal.14.101.
II trans. = ἀλδαίνω, Theoc.17.78, Epigr.Gr. 511 (Epirus).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀλδῄσκω Eratosth.16.17
• Grafía: graf. ἀλδίσκω Sch.Clem.Al.Paed.259.23 (p.338.15)
1 crecer, aumentar ληΐου ἀλδήσκοντος Il.23.599, cf. Damocr. en Gal.14.101, Opp.C.1.318, Sch.Clem.Al.l.c.
2 fact. hacer crecer, criar λήϊον ἀλδήσκουσιν Theoc.17.78, ὄμπνιον ἀλδῄσκουσαι καρπὸν Ἐλευσίνης Δημήτερος Eratosth.l.c., τηλυγέτη<ν> με τοκῆες ἀνέτρεφον ἀλδήσκοντες IG 10(2).2.382.4 (Licnido II d.C.).
German (Pape)
[Seite 91] wachsen, Hom. einmal, von der Saat, ll. 23, 599; von Tieren Opp. Cyn. 1, 318; activ. wachsen machen, pflegen, λήϊον Theocr. 17, 78.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
croître, grandir.
Étymologie: ἀλδαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλδήσκω ἀλδαίνω
1. intrans. groeien:. ληΐου ἀλδήσκοντος wanneer het graan groeit Il. 23.599.
2. met acc. doen groeien:. λήιον ἀ. het graan doen groeien Theocr. 17.78.
Russian (Dvoretsky)
ἀλδήσκω:
1 расти, зреть (ληΐου ἀλδήσκοντος Hom.);
2 выращивать (λήϊον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλδήσκω: αὐξάνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, ληίου ἀλδύσκοντος, Ἰλ. Ψ. 599. ΙΙ. μεταβ. = ἀλδαίνω, Θεόκρ. 17. 78, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 511.
English (Autenrieth)
(root αλ): grow full; ληίου ἀλδήσκοντος, Il. 23.599†.
Greek Monolingual
ἀλδήσκω (Α)
1. αυξάνομαι, γίνομαι ισχυρός
2. κάνω κάτι να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀλδαίνω.
Greek Monotonic
ἀλδήσκω:I. αυξάνομαι, γίνομαι ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ. ἀλδαίνω, σε Θεόκρ.