κραιπνός

Revision as of 02:37, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A swift, rushing, Βορέης, θύελλαι, Od.5.385, 6.171; πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671, 681: in Hom. freq. ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749, etc.; κραιπνῷ ποδί A.Pers.95 (lyr.); πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.Ichn.213; κ. βέλος Pi.P.4.90; κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες, of the Symplegades, ib.209; σθένει κραιπνοί Id.Fr. 133: metaph., hasty, rash, κραιπνότερος νόος, of a youth, Il.23.590. Adv. -νῶς, ἀνόρουσε 10.162; προσεβήσετο 14.292; διέπτατο 15.83; θέομεν Od.8.247: neut. pl. as Adv., κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27; κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς τὸ καρπάλιμος, ταχύς, ὁρμητικός, Βορέης, θύελλαι Ὀδ. Ε. 385., Ζ, 171· πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Ἰλ. Π 671, 681· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ποσσὶ κραιπνοῖσι Ψ. 749 κτλ.· οὕτω, κραιπνῷ ποδὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· κρ. βέλος Πινδ. Π. 4. 161· πέτραι κραιπνότεραι, ἢ ἀνέμων στίχες, ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, αὐτόθι 372· ― μεταφ., σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, ὀξύς, κραιπνότερος νόος, ἐπὶ νέου ἀνδρός, Ἰλ. Ψ. 590. ΙΙ. Ἐπίρρ. κραιπνῶς ἀνόρουσε Κ. 162· προσεβήσετο Ξ. 292· μεμαυῖα Ο. 83· θέομεν Ὀδ. Θ. 247· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κραιπνὰ ποσὶ προβιβὰς Ρ. 27· κρ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Ἰλ. Ε. 223, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, ΚΡΑΠ παράγονται καὶ αἱ λ. καρπάλιμος, κραιπάλη, καὶ πιθ. κάλπη· πρβλ. Σλαυ. krep-uku (fortis)· Λιθ. kraip-yti (τρωπάομαι)· Γοτθ. hlaup-a (ἀναπηδάω), πρβλ. τὸ Σκωτ. loup· Ἀρχ Γερμ. hlouf-u (laufe).)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 prompt, rapide;
2 impétueux, violent.
Étymologie: R. Κραπ, Καρπ, saisir.

English (Autenrieth)

comp. κραιπνότερος: rapid, quick; fig., hasty, νόος, Il. 23.590.— Adv., κραιπνῶς, also κραιπνά, Il. 5.223.

English (Slater)

κραιπνός
   1 swift “Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι) κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες (P. 4.209) σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4.

Greek Monolingual

κραιπνός, -ή, -όν (Α)
1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά
ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά... διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κραιπνῶς (Α)
ταχέως, ορμητικά («ποσὶ κραιπνῶς θέομεν» Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. μσν. κραιπνοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. κραιπνόσυτος, κραιπνοφόρος
μσν.
κραιπνοβάτις, κραιπνοπόρος.

Greek Monotonic

κραιπνός: -ή, -όν,
I. ταχύς, ορμητικός, λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα γρήγορα πόδια, στον ίδ.· μεταφ., βιαστικός, ορμητικός, παράτολμος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. επίρρ., γρήγορα, βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνός: 1) резвый, быстрый (πόδες Hom.);
2) быстро несущийся, стремительный, бурный (Βορέας, θύελλαι Hom.; βέλος Pind.);
3) поспешный, опрометчивый (νόος νέου ἀνδρός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνός -ή -όν snel:; κραιπναὶ θύελλαι hevige rukwinden Od. 6.171; overdr. haastig, impulsief:. κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος zijn karakter is te impulsief Il. 23.590.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: swift, rushing (Il.; cf. Treu Von Homer zur Lyrik 6f.).
Compounds: κραιπνό-συτος, -φόρος swiftly rushing, -leading (A.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Earlier (e.g. Curtius 143 a. 525) connected with καρπάλιμος; the phonetic interpretation (Solmsen KZ 30, 602) is hardly convincing, s. Schwyzer 274. - Older explanations in Bq. Cf. on κραιπάλη. Could it represent *krapy-n- (cf. on ἐξαίφνης - ἐξαπίνης)?