ἀφειδία

Revision as of 20:44, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ἡ,

   A generosity, liberality, Pl.Def. 412c, Plu.2.762d.    2 unsparing treatment, σώματος Ep.Col.2.23.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, 1) Freigebigkeit, Plat. Def. 419 d. – 2) Schonungslosigkeit, Härte, τινός, gegen Einen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδία: ἡ, ἀφθονία, Πλάτ. Ὅροι 412C, Πλούτ. 2. 762D. 2) σκληραγωγία, σώματος Ἐπιστ. π. Κολοσσ. βʹ, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prodigalité, profusion.
Étymologie: ἀφειδής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 generosidad, largueza Pl.Def.412d, Plu.2.762e
despilfarro, derroche op. συμμετρία Isid.Pel.Ep.M.78.345B.
2 rigor, severidad para con c. gen. σώματος Ep.Col.2.23.

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle) and φείδομαι; unsparingness, i.e. austerity (asceticism): neglecting.

Greek Monolingual

η (AM ἀφειδία) αφειδής
έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά
(αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος)
μσν.
η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας.

Greek Monotonic

ἀφειδία: ἡ,
1. αφθονία, σπατάλη, σε Πλάτ.
2. κακομεταχείριση, παραμέληση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀφειδία:
1) щедрость Plat., Plut.;
2) беспощадность, пренебрежение: ἀ. σώματος NT изнурение (т. е. умерщвление) плоти.