λήξις
Greek Monolingual
(I)
λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις)
1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.)
2. κατάσταση
αρχ.
1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.)
2. η διανομή με κλήρο
3. τμήμα γης ή άλλου σώματος ή αντικειμένου που διανεμήθηκε με κλήρο («νεῑμαι δὲ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν λῆξιν ἑκάστην», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. αἱ λήξεις
οι τύχες
5. φρ. α) «ἡ ἑτέρα λῆξις» — άλλος τόπος, άλλος κόσμος
β. «ἡ ἑῴα λῆξις» — το ανατολικό μέρος του κράτους
γ) «λῆξις δίκης» ή, απλώς, «λῆξις» — έγγραφη κατηγορία που κατετίθενταν στον άρχοντα ως πρώτη ένδικη πράξη σε ιδιωτική ή, σπανίως, σε δημόσια δίκη
δ) «λῆξις τοῡ κλήρου» — η αίτηση που γινόταν σε άρχοντα για νόμιμη κατοχή κληρονομιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγχάνω, αναλογικά προς το λῆψις του λαμβάνω (πρβλ. εἴληχα: εἴληφα, λήξομαι: λήψομαι)].
(II)
λῆξις, ἡ (ΑM)
βλ. λήξη.