ἐπινυστάζω

Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A drop asleep over, τοῖς σιτίοις Plu.Brut.36: abs., Luc. Bis Acc.2, Agath.4.18.

German (Pape)

[Seite 966] (s. νυστάζω), darüber einschlafen, τινί, Plut. Brut. 36; Luc. bis acc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινυστάζω: μέλλ. -σω καὶ -ξω, νυστάζω ἐπί, ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Πλουτ. Βροῦτ. 36· ἀπολ., Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber sa tête de sommeil sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, νυστάζω.

Greek Monolingual

ἐπινυστάζω (AM)
νυστάζω, αποκοιμιέμαι πάνω σε κάτι («ἀφ’ ἑσπέρας ἐπινυστάξειε τοῑς σιτίοις», Πλούτ.)
μσν.
αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ κάτι.

Greek Monotonic

ἐπινυστάζω: μέλ. -σω και -ξω, αποκοιμιέμαι επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινυστάζω: (над чем-л.) задремать, склониться в дремоте (μικρόν Luc.): ἐπινυστάξαι τοῖς σιτίοις Plut. задремать после ужина.

Middle Liddell

fut. σω fut. ξω
to drop asleep over, c. dat., Plut., Luc.