ἐπινυστάζω
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
drop asleep over, τοῖς σιτίοις Plu.Brut.36: abs., Luc. Bis Acc.2, Agath.4.18.
German (Pape)
[Seite 966] (s. νυστάζω), darüber einschlafen, τινί, Plut. Brut. 36; Luc. bis acc. 2.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber sa tête de sommeil sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, νυστάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινυστάζω: (над чем-л.) задремать, склониться в дремоте (μικρόν Luc.): ἐπινυστάξαι τοῖς σιτίοις Plut. задремать после ужина.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινυστάζω: μέλλ. -σω καὶ -ξω, νυστάζω ἐπί, ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Πλουτ. Βροῦτ. 36· ἀπολ., Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2.
Greek Monolingual
ἐπινυστάζω (AM)
νυστάζω, αποκοιμιέμαι πάνω σε κάτι («ἀφ’ ἑσπέρας ἐπινυστάξειε τοῖς σιτίοις», Πλούτ.)
μσν.
αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ κάτι.
Greek Monotonic
ἐπινυστάζω: μέλ. -σω και -ξω, αποκοιμιέμαι επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ., Λουκ.