ἀμμορία

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

(A), Ion. -ιη, ἡ, poet. for ἀμορία (not in use), Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων what is man's fate and

   A what is not, or their good fortune and their bad, Od.20.76, cf. AP9.284 (Crin.).
ἀμμορία (B), Ion. -ιη, ἡ,

   A = ὁμορία, Epigr. ap. D.7.40.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, p. = ἀμορία, Untheilhaftigkeit, Hom. einmal, Od. 20, 76 ἐς Δία, ὁ γάρ τ' εὖ οἶδεν ἅπαντα, μοῖράν τ' ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων, was den einzelnen Menschen beschieden ist u. was nicht; – Crin. 20 (IX, 284). – Im Epigr. bei Dem. 7, 70 wird es = ἁμορία, Gränze, erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμορία: Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ ἀμορία, ὅπερ δὲν εἶναι ἐν χρήσει· Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί εἶναιμοῖρα ἑκάστου καὶ τί δὲν εἶναι, τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
infortune, malheur.
Étymologie: ἄμμορος.
2ας (ἡ) :
confins.
Étymologie: ἅμα, ὅρος.

Greek Monolingual

ἀμμορία, η (Α) ἄμμορος
(ποιητικός τύπος αντί του ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀμμορία: Ιων. -ίη, , ποιητ. αντί ἀμορία (ἄμορος), αυτό που δεν αποτελεί τύχη για κάποιον, κακή μοίρα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμμορία: I ион. ἀμμορίη ἡ ἄμμορος несчастная судьба, несчастье, беда (Ἑλλάδος Anth.): μοῖρά τ᾽ ἀ. Hom. хорошая или дурная участь, по друг. что суждено и что не суждено.
IIὅρος граница, предел Dem., Anth.

Middle Liddell

[cf. ἄμορος
what is not one's fate, bad fortune, Od.