δύσθεος

Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A godless, ungodly. A.Ag.1590, Ch.46 (lyr.); ὦ δ. μίσημα S.El.289.    2 miserable, wretched, μισθὸς εὐσεβίης AJA17.170 (Cyrene, written δύσθιον).

German (Pape)

[Seite 681] gottlos, Aesch. Ch. 46 u. öfter; gottverhaßt, μίσημα, Soph. El. 281.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθεος: -ον, ὡς τὸ ἄθεος, ἄνευ θεοῦ, ἀσεβής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. μίσημα, πρᾶγμα μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impie.
Étymologie: δυσ-, θεός.

Spanish (DGE)

-ον
impío πατήρ A.A.1590, γυνά A.Ch.46, 525, ἐκβολαί A.Supp.422, φρόνημα A.Ch.191, μίσημα S.El.289.

Greek Monolingual

δύσθεος, -ον (Α)
1. ασεβής, άθεος
2. άθλιος, ευτελής, τιποτένιος.

Greek Monotonic

δύσθεος: -ον, άθεος, ασεβής, αθεόφοβος, βλάσφημος, σε Αισχύλ.· μισητός στους θεούς, θεομίσητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσθεος: ненавистный богам, нечестивый (Ἀτρεύς Aesch.): δύσθεον μίσημα Soph. нечестивец.

Middle Liddell

δύσ-θεος, ον
godless, ungodly, Aesch.; hateful to the gods, Soph.