ἐξαπεῖδον

Revision as of 22:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

inf. ἐξαπιδεῖν: aor. without any pres. ἐξαφοράω in use,

   A observe from afar, only in S.OC1648 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 870] (aor. zum ungebräuchlichen ἐξαφοράω), aus der Ferne bemerken, Soph. O. C. 1644.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπεῖδον: ἀπαρέμφ. ἐξαπιδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἰδίου ἐνεστ. - Ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐξαφοράω, παρατηρῶ μακρόθεν, Σοφ. Ο. Κ. 1648· - ἐκ τῶν ἅπαξ λεγ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 d’un verbe inusité;
remarquer ou voir de loin.
Étymologie: ἐξ, ἀπεῖδον ; cf. ἐξαφοράω.

Spanish (DGE)

v. ἐξαφοράω.

Greek Monolingual

ἐξαπεῑδον (Α)
(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)
παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐξαπεῖδον: απαρ. -απιδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. ἐξαφοράω σε χρήση, παρατηρώ από μακριά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπεῖδον: [aor. к *ἐξαφοράω издали увидеть, заметить (τινα οὐδαμοῦ Soph.).

Middle Liddell

inf. -απιδεῖν [aor2 without any pres. ἐξαφοράω
in use, to observe from afar, Soph.