προαγωγός

Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν,

   A leading on, εἰς πειθώ Sch.S.OT14; πρὸς τὸ ἄμετρον Longin.32.7; π. τοῦ δήμου Poll. 4.34.    2 producing, dispensing, ὁ πάντων π., of God, Agath.3.19.    II Subst. pander, pimp, Ar.V.1028, Ra.1079, Aeschin.1.184, etc.: fem., procuress, ibid., Ar.Th.341.    2 metaph., in good sense, X.Smp.4.64.

German (Pape)

[Seite 705] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγός: -όν, (προάγω) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μεσίτης πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, μαστροπός, μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, Πολυδ. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγωγός· διδάσκαλος κακῶν, καὶ μαστροπός, μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;
2 fig. négociateur.
Étymologie: προάγω.

Greek Monolingual

ο, η / προαγωγός ΝΑ προάγω
αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)
2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός
3. ως ουσ. (με καλή σημ.) ο μεσίτης («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν εἶναι», Ξεν.).

Greek Monotonic

προᾰγωγός: ὁ (προάγω),
1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός, σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν.
2. μεσολαβητής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωγός -οῦ, ὁ en ἡ [προάγω] pooier; hoerenmadam, koppelaarster. Aristoph. Th. 341.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγός: ὁ сводник, совратитель Arph., Xen., Aeschin. etc.

Middle Liddell

προάγω
1. one who leads on: a pander, pimp, procurer, Ar., Aeschin.
2. a negotiator, Xen.