ἀντερείδω

Revision as of 11:31, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A set firmly against, χειρὶ χεῖρ' ἀντερείσαις clasping hand in hand, Pi.P.4.37; but ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀν[τ]ερείδων Id.Pae.6.87; ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702; ἀ. ξύλα [τῷ πύργῳ] set wooden stays or props against it, X.HG5.2.5; ἀ. βάσιν plant it firm, S.Ph.1403; λίθοι οἱ-οντες τὰς περιφερεῖς στέγας springers of a vault, Demetr.Eloc.13.    II intr., stand firm, resist pressure, offer resistance, opp. ὑπείκω, X.Cyr.8.8.16, cf. Cyn.10.16, Pl.Ti.45c, Arist. MA698b18, Epicur.Fr.76 bis; exert counter-pressure, θέναρι ἀ. Hp. Fract.14; τὸ ὠθούμενον ἀ. ὅθεν ὠθεῖται offers resistance in the direction from which the pressure comes, Arist.Mech.858a26; πρός or περί τι, Plu.2.924d, 923e.    2 metaph., exert mutual pressure, of contending politicians, Phld.Rh.2.51 S. (dub.); simply, argue against, Sor.2.57.

German (Pape)

[Seite 247] 1) entgegenstämmen, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις Pind. P. 4, 37; δόρυ τινί Eur. Suppl. 724; βάσιν, fest auftreten, Soph. Phil. 389; ξύλα τινί. durch Balken stützen, Xen. Hell. 5, 2, 5. – 2) intrans., sich entgegenstellen, Widerstand leisten. Plat. Tim. 45 c; Xen. Cyr. 8, 8, 16; τινί, Plut. Num. 20; πρός τι, Pol. 40, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερείδω: στηρίζω ἐπὶ ἄλλου, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις, συνάψας χεῖρα μὲ χεῖρα, Πινδ. Π. 4. 65· ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ Εὐρ. Ἱκ. 702· ἀντ. ξύλα [τῷ πύργῳ], θέτω ξύλινα ὑποστηρίγματα εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀντ. βάσιν, τοποθετῶ στερεῶς, Σοφ. Φ. 1403. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι σταθερός, ἀνθίσταμαι εἰς πίεσιν, παρέχω ἀντίστασιν, ἀντίθ. τῷ ὑπείκω, Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, πρβλ. Κυν. 10. 16, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ἀριστ., κτλ.· θέναρι ἀντ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· τὸ ὠθούμενον ἀντ. ὅθεν ὠθεῖται, παρουσιάζει ἀντίστασιν πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ πιέζεται, Ἀριστ. Μηχαν. 34. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. appuyer contre, arc-bouter : ξύλα XÉN appuyer des étais (contre une tour);
2 intr. tenir ferme contre, offrir de la résistance à, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: ἀντί, ἐρείδω.

English (Slater)

ἀντερείδω
   1 put out τι to meet τινι. χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις (P. 4.37) ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων i. e. pitting his strength against (Pae. 6.88)

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. y a veces dat. de cosa apoyar ἀντέρειδε ... βάσιν σήν pon firmemente los pies en el suelo S.Ph.1403, ξύλα ἀντήρειδον (τῷ πύργῳ) apuntalaban (una torre) X.HG 5.2.5, de ahí χειρὶ ... χεῖρ' ἀντερείσαις tomando la mano con la mano Pi.P.4.37, τοῖς λίθοις τοῖς ἀντερείδουσι τὰς περιφερεῖς στέγας a las piedras de una bóveda Demetr.Eloc.13.
2 c. ac. de cosa y dat. de pers. empujar contra, clavar ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702, abs. ἀντερείσαντα ἔχειν mantener (la jabalina) clavada empujando X.Cyn.10.16
fig. oponer Ἥρᾳ μένος ἀν[τ] ερείδων oponiendo a Hera su valor Pi.Fr.52f88.
3 resistir a en v. pas. encontrar resistencia ἀντερείδεσθαι γὰρ τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ Pythag.B 1a.
II intr.
1 ofrecer resistencia abs. ὅπως μὴ ἀντερείδῃ τὸ δάπεδον ἀλλ' ὑπείκωσιν αἱ τάπιδες X.Cyr.8.8.16, οὔτε πτῆσις ... εἰ μὴ ὁ ἀὴρ ... ἀντερείδοι Arist.MA 698b18, τὸ ὠθούμενον ἀντερείδειν ὅθεν ὠθεῖται Arist.Mech.858a27, de los que llegan al Hades, Luc.DMort.27.1
c. πρός y ac. chocar ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ τὸ προσπῖπτον ἔνδοθεν πρὸς ὃ τῶν ἔξω συνέπεσεν Pl.Ti.45c, πρὸς τοῦτο Plb.24.13.7.
2 c. dat. ejercer presión sobre θέναρι Hp.Fract.13, abs. τὰ μαλάκια συμπλέκεται κατὰ τὸ στόμα, ἀντερείδοντα los cefalópodos se acoplan por la boca apoyándose mutuamente Arist.GA 720b16
fig. ὡς [ἀν] τε[ρ] εί[δο] ντες οἱ μὲ[ν] ἄρχουσιν, οἱ δ' ἄρχειν ἀξιοῦσιν Phld.Rh.2.51
arguir contra οὐδείς ἐστιν ὁ ἀντερείσας αὐτῷ καὶ ἀντειπών Sor.135.1.

Greek Monolingual

ἀντερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω κάτι πάνω σε άλλο
2. στηρίζω, τοποθετώ κάτι στερεά
3. τοποθετώ υποστηρίγματα
4. μένω σταθερός, αντιστέκομαι σε πίεση
5. ασκώ πίεση αμοιβαία με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντερείδω: μέλ. -σω,
I. στηρίζω ενάντια σε, τί τινι, σε Ευρ.· ἀντ. ξύλα (τῷ πύργῳ), χρειάζομαι ξύλινα υποστηρίγματα έναντι προς, σε Ξεν.· ἀντ. βάσιν, την τοποθετώ στέρεα, σε Σοφ.
II. αμτβ., στέκομαι σταθερός, αντιστέκομαι, παρέχω αντίσταση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερείδω:
1) упирать (τί τινι Pind. и τι πρός τι Luc.): ἀ. ξύλα τινί Xen. подпирать что-л. бревнами; ἀ. βάσιν Soph. твердо стать на ноги; ἀ. δόρυ τινί Eur. разить кого-л. копьем;
2) оказывать сопротивление (Xen., Plat.; τοῖς πολεμίοις Plut.; πρὸς τὴν ἄνοιάν τινος Polyb.): μηδενὸς ἀντερείσαντος Arst. ввиду отсутствия какого бы то ни было сопротивления.

Middle Liddell

[from ἀντέρεισις
I. to set firmly against, τί τινι Eur.; ἀντ. ξύλα [τῶι πύργωι] to set wooden props against it, Xen.; ἀντ. βάσιν to plant it firm, Soph.
II. intr. to stand firm, resist pressure, Xen.