Εὐρώπη
English (LSJ)
ἡ,
A Europa, Europe, as a geog. name, first in h.Ap.251, Pi.N.4.70, A.Fr.191, Hdt.1.4,al. II fem. pr. n. in Hes.Th.357, Hdt.1.2, etc.:—also Εὐρώπεια, ἡ, Mosch.2.15.
Greek (Liddell-Scott)
Εὐρώπη: ἡ, ὡς γεωγραφικὸν ὄνομα πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 251, 291, Πινδ. Ν. 4. 115· λιποῦσα δ᾿ Εὐρώπης πέδον ἤπειρον ἥξεις Ἀσιάδ᾿ Αἰσχύλ. Προμ. 734. ΙΙ. ὡς θηλ. κύριον ὄνομα, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 357, μία τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος. ― Περὶ τῆς ἁρπαγῆς τῆς Εὐρώπης ὑπὸ τοῦ Διὸς ἴδε Ἡρόδ. 1. 2, 173., 4. 45, ἀνάγνωθι δὲ καὶ τὸν χαριέστατον τοῦ Λουκιανοῦ διάλογον Ζεφύρου καὶ Νότου (Ἐνάλ. Διάλ. 15). ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «Εὐρώπη· χώρα τῆς δύσεως. ἢ σκοτεινή».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Europe, mère de Minos;
2 l’Europe.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ Εὐρώπη, Α και Εὐρώπεια)
μία από τις πέντε ηπείρους στην οποία ανήκει και η Ελλάδα
νεοελλ.
1. πολιτισμένος τόπος («εδώ είναι Ευρώπη»)
2. φρ. «Συμβούλιο της Ευρώπης» — οργάνωση συνεργασίας 17 ευρωπαϊκών κρατών με έδρα το Στρασβούργο και με σκοπό τη διάδοση και προώθηση κοινών αρχών και την επίτευξη πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής προόδου
αρχ.
η ξακουστή κόρη του Αγήνορος, την οποία απήγαγε ο Ζευς μεταμορφωμένος σε ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δεν είναι βέβαιο αν το όνομα της κόρης του Αγήνορος και η ονομασία της ηπείρου είναι ετυμολογικώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, καθώς επίσης αν η τελευταία προέρχεται από το επίθ. ευρωπός].
Greek Monotonic
Εὐρώπη: ἡ, Ευρώπη, ως γεωγραφ. όνομα πρωτοσυναντιέται σ' έναν Ομηρ. Ύμν. προς τον Απόλλωνα.
Russian (Dvoretsky)
Εὐρώπη: дор. Εὐρωπα ἡ Европа
1) дочь Океана Hes.;
2) дочь Феника или Агенора и Телефаессы, родившая от Зевса-быка Миноса, Радаманта и Сарпедона Batr., Her., Plat.;
3) часть света HH, Her. etc.
Middle Liddell
Εὐρώπη, ἡ,
Europa, Europe, as a geograph. name, first in the Hhymn. to Apollo.