επίταξη

Revision as of 12:24, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπίταξις) επιτάσσω
νεοελλ.
1. η αυθαίρετη κατάληψη κινητής ή ακίνητης περιουσίας με αποζημίωση του ιδιοκτήτη («επίταξη κτηνών, κτηρίων»)
2. η υποχρεωτική εισφορά τών κατοίκων σε είδος ή σε προσωπική εργασία για άμεση κοινωνική ανάγκη ύστερα από κυβερνητική διαταγή
αρχ.
1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ ἀμοιβάς τῶν θυσιῶν», Πλάτ.)
2. έντονη επιθυμία, διάθεση («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι», Πλάτ.)
3. καθορισμένη τάξη, διάταξη («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», Πλάτ.)
4. επιβολή με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῦ φόρου», Ηρόδ.)
5. έκδοση διαταγών («ἄρχοντος δ’ ἐπίταξις», Αριστοτ.).