ὑπαίθριος

Revision as of 08:46, 6 August 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, also α, ον E.Andr.227: (αἰθήρ):—

   A under the sky, in the open air, hypaethral, hypethral Pi.O.6.61; ὑ. κατακοιμηθῆναι Hdt.4.7, cf. Th.1.134; of troops, Hdt.7.119, X.An.5.5.21, 7.6.24: also of things, λύχνα καίειν ὑπαίθρια Hdt.2.62; τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε A.Ag.335; ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Id.Pr.113; ὑ. δρόσος E. l.c.; ὑ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, Pl.Criti.117b; ἔστι . . ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον PSI 4.404.7 (iii B.C.); ὑ. ἔργα outdoor work, X.Oec.7.20:—in the open, in public, ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς Luc.Apol.14.    II as Subst., ἐν ὑπαιθρίῳ, = ἐν ὑπαίθρῳ, Gal.6.94, cf. Hdn.Epim.140.

German (Pape)

[Seite 1180] auch 3 Endgn, Eur. Andr. 226, vgl. Lob. Phryn. 251, wie das Folgde, unter freiem Himmel; νυκτὸς ὑπαίθριος Pind. Ol. 6, 61; λύχνα καίουσι ὑπαίθρια Her. 2, 62; ὑπαίθριος κατεκοιμήθη 4, 7; ἡ στρατιὴ ἔσκε ὑπαίθριος 7, 119; ὑπαίθριος δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὤν Aesch. Prom. 113; πάγοι Ag. 326; Thuc. 1, 134; ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος Plat. Conv. 203 d, vgl. Critia. 117 a; Pol. 16, 12, 3; ὑπ. ἔργα = αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι, Xen. Oec. 7, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαίθριος: -ον, καὶ α, ον, Εὐρ. Ἀνδρ. 227· (αἰθήρ)· - ὁ ἐν ὑπαίθρῳ, ἔξω ὑπὸ τὸν οὐρανόν, οὐχὶ ὑπὸ στέγην, Πινδ. Ο. 6. 104· ὑπ. κατακοιμηθῆναι, ἐπὶ στρατοῦ, Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. 7. 119, Θουκ. 1. 134, Ξενοφ., κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπαίθρια λύχνα καίειν Ἡρόδ. 2. 62· τῶν ὑπ. πάγων δρόσων τε Αἰσχύλ. Ἀγ. 335· ὑπαιθρίοις δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὢν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 113· ὑπ. δρόσος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπ. δεξαμεναί, ἀντίθετον τῷ ὑπόστεγοι, Πλάτ. Κριτί. 117Α, κλπ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἀντὶ αἴθρια ὁ Βöckh διορθοῖ πάγων ὑπαίθρεια... βέλη, χάριν τοῦ μέτρου (πρβλ. ἐπινύμφειος, ἐπινίκειος). - Ὁ Jebb παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Helmke ἐναίθρεια. ΙΙ. ὡς οὐσιστ., ἐν τῷ ὑπαιθρίῳ = ἐν ὑπαίθρῳ, Γαλην. - Πρβλ. ὕπαιθρος.

French (Bailly abrégé)

ος poét. α, ον :
c. ὕπαιθρος.

English (Slater)

ὑπαίθριος
   1 in the open air ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος (O. 6.61)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίθριος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α ύπαιθρος
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «υπαίθρια ζωγραφική»
(καλ. τεχν.) ο υπαιθρισμός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαίθριον
το ύπαιθρο.
επίρρ...
υπαιθρίως και υπαίθρια Ν
στο ύπαιθρο.

Greek Monotonic

ὑπαίθριος: -ον και -α, -ον (αἰθήρ), αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, αυτός που βρίσκεται στο ύπαιθρο, υπαίθριος, αυτός που βρίσκεται στα χωράφια, ὑπαίθριος κατακοιμηθῆναι, λέγεται για στρατιά, στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὑπαίθριοι δρόσοι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαίθριος: и 3 и ὕπαιθρος
1) находящийся или происходящий на открытом воздухе, под открытым небом (παραχειμασία Polyb.; ἡ στρατιὴ ἔσκε ὑ. Her.): ὑπαιθρία δρόσος Eur. небесная роса; ὑπαιθρίοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Aesch. прикованный под открытым небом (Прометей); ὑπαίθρια ἔργα Xen. работы на открытом воздухе;
2) открытый, явный (παραφροσύνη Plut.).

Middle Liddell

ὑπ-αίθριος, ον, αἰθήρ
under the sky, in the open air, a-field, ὑπ. κατακοιμηθῆναι, of an army, Hdt., Thuc.; ὑπ. δρόσοι Aesch.