μυρίκη

Revision as of 15:29, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

English (LSJ)

[on the quantity v. infr.], ἡ,

   A tamarisk (in Greece, Tamarix tetrandra; in Egypt, Tamarix articulata), θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Il. 10.466; μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους ib.467; δόρυ… κεκλιμένον μυρίκῃσιν 21.18, cf. h.Merc.81, Nic.Th.612; but πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Il.21.350, cf. Theoc.1.13, 5.101, and Lat. myrīca; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Hdt.2.96; μυρίκης κλῶνα Alc.119: pl., PCair.Zen.383.16 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 219] ἡ, die Tamariske, ein strauchartiges Gewächs, bes. in sumpfigen Gegenden häufig; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους Il. 10, 467; δόρυ κεκλιμένον μυρίκῃσιν, 21, 18. 350; Folgde; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Her. 2, 69; Theophr. u. Diosc.[Ι auch kurz gebraucht, Il. 10, 466. 21, 18 H. h. Merc. 81.]

Greek (Liddell-Scott)

μῠρίκη: ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος τις κυρίως ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους αὐτόθι 467· δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. ἀλλά, πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ ποσότης αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Ἡρόδ. 2. 96· - ἐντεῦθεν, μῠρῐκαῖος Ἀπόλλων Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρίκη· εἶδος δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· προσέτι, «μυρίκη· δυσώδης» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tamaris, arbuste, en gén. bruyère, arbrisseau croissant dans des landes.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη)
θάμνος ρητινοφόρος, τύπος της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από την Εβραϊκή (πρβλ. εβρ. mārar «είμαι πικρός») και η σύνδεση της με μυρσίνη, μύρτος και μύρρα θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την κατάληξη -ίκη (πρβλ. ἑλίκη, ἀδίκη) κατά τον τύπο του λατ. tamarix «μυρίκη». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη μορφή myrice].

Greek Monotonic

μῠρίκη: [ῑ], ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος που κυρίως ευδοκιμεί σε βαλτώδες έδαφος και κοντά στη θάλασσα, αρμυρίκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μῠρίκη: (ῐ и ῑ) ἡ мирика, тамариск (болотный кустарник) Hom., Her., Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: tamarisk (Il.; orig. ι; ι from metr. lengthening, s. Solmsen Unt. 14 f.).
Derivatives: μυρίκ-ινος of the tamarisk (Z 39 [ι metr. length.], pap.), -ίνεος id. (AP), -ώδης tamarisk-like (Thphr.); Μυρικαῖος surn. of Apollon in Lesbos (sch. Nic. Th. 613).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἑλίκη, ἀδίκη; further unknown LW [loanword]. For Semit. origin Lewy Fremdw. 44: to Hebr. mārar be bitter because of the bitter bark (μυρίκη δυσώδης H. to Aram. mōrīqā crocus ?); further μύρρα (s. v.)? Acc. to Schrader-Nehring Reallex. 2, 97 to μυρσίνη, μύρτος without further explanation. - Prob. a Pre-Greek word.

Middle Liddell

μῠρίκη, ἡ,
Lat. myrica, a shrub esp. thriving in marshy ground and near the sea, the tamarisk, Il.

Frisk Etymology German

μυρίκη: {muríkē}
Grammar: f.
Meaning: Tamariske (seit Il.; urspr. ι; durch metr. Dehnung ι, s. Solmsen Unt. 14 f.).
Derivative: Davon μυρί̄κινος von der Tamariske (Z 39 [ι metr. gedehnt], Pap.), -ίνεος ib. (AP), -ώδης tamariskenähnlich (Thphr.); Μυρικαῖος Bein. des Apollon in Lesbos (Sch. Nik. Th. 613).
Etymology : Ausgang wie in ἑλίκη, ἀδίκη; sonst dunkles LW. Für semit. Herkunft Lewy Fremdw. 44: zu hebr. mārar bitter sein wegen der bitteren Rinde (μυρίκη· δυσώδης H. zu aram. mōrīqā Crocus ?); dazu noch μύρρα (s. d.). Nach Schrader-Nehring Reallex. 2, 97 zu μυρσίνη, μύρτος ohne nähere Begründung.
Page 2,271